- περισχοινισμός
- ὁ, Α [περισχοινίζω]περίφραξη ενός χώρου με σχοινί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νημάτωμα — το (λαογρ.) περιτύλιξη κτηρίου, ναού ή άλλου χώρου με νήμα, το οποίο θεωρείται ότι έχει τη δύναμη να διώχνει δαιμονική ή άλλου είδους κακή επίδραση από τους κατοίκους τής γύρω περιοχής και τούς προφυλάσσει από επιδημίες και άλλα κακά, αλλ.… … Dictionary of Greek
περισχοίνισμα — το, ΝΑ [περισχοινίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περισχοινίζω, περισχοινισμός* 2. χώρος διαχωρισμένος με σχοινί … Dictionary of Greek